- Ἰουδαικῶς
- Ἰουδαϊκῶς , Ἰουδαικόςa Jewadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιουδαϊκός — ή, ό (ΑΜ ἰουδαϊκός, ή, όν) [Ιουδαίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ιουδαίους, εβραϊκός, ισραηλιτικός («ιουδαϊκή θρησκεία») νεοελλ. φρ. α) «ιουδαϊκός σταυρός» το εξάγραμμα* β) «ιουδαϊκή ημέρα» ο χρόνος από τη μία δύση τού Ηλίου ώς την άλλη… … Dictionary of Greek
иудейски — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = нареч. (греч. ἰουδαϊκῶς) подобно иудеям, по иудейски.… … Словарь церковнославянского языка
ՀՐԷԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0141 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c մ. ἱουδαϊκῶς judaice. Իբրեւ հրէայ. հրէական օրինօք. *Հրէաբար կեաս. Գաղ. ՟Բ. 14: *Ցայն վայր հրէաբար պահէին նոքա. Եւս. պտմ. ՟Բ. 17: *Մի՛ տրտմիցիք այլազգաբար, զերդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)